χαρεμλίκι

χαρεμλίκι
το, Ν
χαρέμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. haremlik < τουρκ. harem (βλ. λ. χαρέμι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χαρεμλίκι — το (λ. τουρκ.), το χαρέμι (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”